- τιμιωτέραν
- τιμιωτέρᾱν , τίμιοςvaluedfem acc comp sg (attic doric aeolic)τιμιωτέρᾱν , τίμιοςvaluedfem acc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Песнь Богородицы (Честнейшая) — Икона «Величит душа моя Господа» (Ярославль, середина XVII века) Песнь Пресвя … Википедия
Достойно есть — Икона Божией Матери «Достойно есть» Дата появления: X век … Википедия
θήραμα — το (ΑΜ θήραμα) [θηρώ] 1. το ζώο που θηρεύεται ή είναι θηρεύσιμο, κυνήγι, θήρευμα, άγρευμα, λεία 2. μτφ. εύρημα, απόκτημα (α. «θήραμα τι ἐνέτυχον χρυσού τιμιωτέραν κόρην», Διγ. Ακρ. β. «ἀρετά... θήραμα κάλλιστον βίῳ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek